-
1 περιπτυχή
περιπτῠχ-ή, ἡ,A that which enfolds, used in pl. in poet. periphrasis, τειχέων περιπτυχαί enfolding walls, E.Ph. 1357 ; (parody of E.); Ἀχαιῶν ναύλοχοι π. their naval cloak or fence, E.Hec. 1015 ; πέπλων π. Trag.Adesp.91.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιπτυχή
См. также в других словарях:
περιπτυχή — ἡ, Α [περιπτύσσω] 1. περίβλημα, περικάλυμμα 2. περίπτυξη, εναγκαλισμός 3. (στον πληθ. σε ποιητικές φράσεις προκειμένου να δηλωθούν πράγματα που περιβάλλουν κάτι) α) «τειχέων περιπτυχαί» τα τείχη που περιβάλλουν μια πόλη β) «ναύλοχοι περιπτυχαί»… … Dictionary of Greek